-
1 πρόφασις
A motive or cause alleged, whether truly or falsely: then, actual motive or cause, whether alleged or not:I alleged motive, plea, without implication of truth or falsity, ἐπὶ σμικρῇ π. Thgn.323;νόστου π. γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναι Pi. P.4.32
;κατὰ θεωρίης πρόφασιν ἐκπλώσας Hdt.1.29
;π. ἔχων, ὡς.. Id.6.133
; καὶ ἐπὶ μεγάλῃ καὶ ἐπὶ βραχείᾳ π. whether the plea put forward be a trifle or a weighty matter, Th.1.141; τῆς αἰτίας τὴν π. the plea in the case, the basis of the charge, Lys.9.7; τοιαύτας ἔχοντες π. καὶ αἰτίας pleas and motives, Th.3.13; π. ἐπιεικής ib.9;ἀναγκαῖαι Is.4.20
, D.54.17; προφάσεις ἀληθεῖς λέγοντος pleading what was in fact true, And.4.17.2 falsely alleged motive (or cause), pretext, pretence, excuse, π. ἰδίης ἀβουλίης an excuse for.., Democr.119;οὔτε τιν' ἔχων π. οὔτε λόγον εὐτράπελον Ar.V. 468
(lyr.);καλλίστην εἶναι π., τιμωρεῖσθαι μὲν δοκεῖν, ἔργῳ δὲ χρηματίζεσθαι Lys.12.6
: abs. in acc., πρόφασιν in pretence, ostensibly,στενάχοντο γυναῖκες Πάτροκλον π., σφῶν δ' αὐτῶν κήδε' ἑκάστη Il.19.302
, cf. Hdt.5.33, E.IA 362 (troch.), Ar.Eq. 466, etc.; opp. τὸ ἀληθές, Th.6.33: in dat.,προφάσει Id.3.86
; προφάσει τῶν δημοσίων on the pretence that public debts are owing, OGI669.15 (Egypt, i A.D.); προφάσιος [εἵνεκεν], προφάσεως ἕνεκα, Hdt.4.135, Antipho 6.14;προφάσεως χάριν Arist.Pol. 1297a14
; ἐκ μικρᾶς π. Plb.2.17.3;ἐπὶ προφάσιος Hdt.7.150
: folld. by an inf., αὕτη γὰρ ἦν σοι π. ἐκβαλεῖν ἐμέ for casting me out, S.Ph. 1034;οὔτε.. ἔστιν οὐδεμία π. τοῦ μὴ δρᾶν Pl.Ti. 20c
; π. τοῖς δειλοῖς ἔχει μὴ ἰέναι gives them an excuse or plea for not going, Id.R. 469c;οὐδεμία σοι π. ἐστιν ὡς.. X.Cyr.2.2.15
; εὑρὼν π. BGU 1024 vi 21 (iv A.D.).b phrases, πρόφασιν διδόναι, ἐνδοῦναι, allow, afford an excuse, D.43.53, 18.158;οὐκ ἐνδώσομεν π. οὐδενὶ κακῷ γενέσθαι Th.2.87
; π. μηδεμίαν θέμενος making no excuse, Thgn.364; π. προτεῖναι put forward a pretext, Hdt. 1.156;π. τὴν Παυσανίεω ὕβριν προϊσχόμενοι Id.8.3
;προφάσεις παρέχειν Ar.Av. 581
, cf. D.10.35, 18.156; προφάσιας εἷλκον kept making pretences, Hdt.6.86;πάσας π. ἕλκουσιν Ar.Lys. 726
;π. δέχεσθαι Pl.Cra. 421d
(cf.ἀγών 111.5
);π. εὑρίσκειν τοῦ ἀδικήματος Antipho 5.65
;π. καλῶς εὑρημένη Archipp.36
;ἔχθρας π. ζητήσουσιν Pl.Phdr. 234a
, cf. PCair.Zen.270.9 (iii B.C.);π. τινὰ πρεσβείας πορισάμενοι Pl.Ep. 350a
;π. κατασκευάσαι X.Cyr.2.4.17
; ἔχει προφάσεις it is excusable, ib.3.1.27; ;προφάσεις εὐλόγους εἰλήφεσαν D.18.152
;ἐχόμενος προφάσιος Hdt.6.94
;ἐπιλαβέσθαι Id.3.36
, 6.49;τὰς π. ἀφελεῖν D.2.27
;προφάσεως δεῖσθαι Arist. Rh. 1373a3
: personified, τὰν Ἐπιμαθέος ὀψινόου θυγατέρα Π. Pi.P.5.28.c elliptically, μή μοι πρόφασιν no excuse, no shuffling, Ar. Ach. 345;μὴ προφάσεις ἐνταῦθά μοι Alex.127.1
.II the actual motive, purpose, or cause, whether alleged or not, ; ; τὸ ἐκ προφάσεως τῶν.. στρατιωτῶν δηληγατευθὲν μέτρον ἐλαίου for the purpose of.., PLips.64.2, cf. 8 (iv A.D.);τὴν ἀληθεστάτην π., ἀφανεστάτην δὲ λόγῳ Th.1.23
, cf. 6.6, D.18.156, SIG 888.138 (Scaptopara, iii A.D., pl.): esp. as a medical t.t., external exciting cause, ἐκ πάσης π. ἐκτιτ ρώσκουσι they miscarry on any provocation, Hp.Aph.3.12, cf.Epid.3.3, 3.17.ιά, Acut.(Sp.) 6;τοὺς δ' ἄλλους ἀπ' οὐδεμιᾶς π... τῆς κεφαλῆς θέρμαι.. ἐλάμβανε Th.2.49
: pl., Hp. Aër.16, Fract.15, al.: generally, cause,σμικρὰ π. ἔξωθεν Pl.R. 556e
; βραχεῖα π. Hp.Coac. 477;ἀπὸ μηδεμιᾶς π. ἔξωθεν ἀξιολόγου Diocl.Fr. 82
; φανερὴ π. Hp.Aph.2.41, cf. X.HG6.4.33;ἐπεὶ δέ οἱ ἔδεε κακῶς γενέσθαι, ἐγένετο ἀπὸ προφάσιος τὴν ἐγὼ.. ἀπηγήσομαι Hdt.2.161
, cf. 4.145, 7.230;ἄνθρωπός εἰμι, τοῦτο δ' αὐτὸ τῷ βίῳ π. μεγίστην εἰς τὸ λυπεῖσθαι φέρει Diph.106
, cf. Men.230, 811, Philem.194; βραχείας προφάσεως ἔδει μόνον ἐφ' ᾗ.. δεξόμεθα.. it needed but a little to move us to.., E.IA 1180.2 occasion, θοἰμάτιον δεικνὺς τοδὶ πρόφασιν ἔφασκον, ὦ γύναι, λίαν σπαθᾷς I said à propos,.. I took occasion to say.., Ar.Nu.55; ἐπὶ τῇ ἐμῇ π. à propos of me, Lys.6.19; ἐπὶ τῇ π. τῆς ἐμαυτοῦ ἀρχῆς on the occasion of my accession, PFay.20.11 (iii/iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόφασις
См. также в других словарях:
πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
χαμιτο-σημιτικές γλώσσες — Η γλωσσική αυτή οικογένεια περιλαμβάνει 4 γλωσσικές ομάδες: τη σημιτική, την αιγυπτιακή, τη λιβυκο βερβερική και την κουχιτική. Από τις ομάδες αυτές οι 3 τελευταίες δηλώνονται συνήθως με την κοινή ονομασία χαμιτικές γλώσσες. Αν και, αντίθετα από… … Dictionary of Greek